- συνεξαλείφω
- Αεξαλείφω, καταργώ ταυτοχρόνως («ἡδομένων πάντων καὶ νομιζόντων συνεξαλείφεσθαι τήν τότε τυραννίδα», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεξαλειφθῆναι — συνεξαλείφω abolish also aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαλείφεσθαι — συνεξαλείφω abolish also pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαλείφεται — συνεξαλείφω abolish also pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαλείψας — συνεξαλείψᾱς , συνεξαλείφω abolish also aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)